αποβδόμαδα

αποβδόμαδα
επίρρ.
από την επόμενη εβδομάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποβδόμαδα — επίρρ. χρον., ύστερα από την εβδομάδα που έχουμε: Θα ρθουμε να σας βρούμε αποβδόμαδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”